Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

ΧΑΙΡΕΤΕ ΚΥΡΙΕΣ Κ ΚΥΡΙΟΙ (Γιόλας Αναγνωστοπούλου)



Who Cares for a Rock'n'Roll Suicide?
 ·
Χαίρετε κυρίες και κύριοι!
Σήμερα το πρόγραμμά μας έχει πολλά και θαυμάσια που θα σας καταπλήξουν και θα σας ενθουσιάσουν…και θα σας φοβίσουν…βήχας…
Κατ’ αρχάς και πρώτα-πρώτα, ένα είναι αναγκαίο να τονίσω δι’ εσάς
ίνα ουδεμία και ούτε μία στεναχώρια ή παρεξήγηση, ή θυμός, ή τυχόν δυσκολία κατανοήσεως, ή απορία, ή αηδία, ή ευτυχία, ή αρρώστια, ή ατονία, ή ψευτιά, ή υπερβολικός ενθουσιασμός, ή απάθεια, ή ζωτική ανάγκη για φωνή, ή θέμα τιμής ή επιβίωσης, κλπ…κλπ, δημιουργηθεί…
Τα συμβάντα των αναπαραστάσεων, ουδεμία σχέση έχουν με ζώντες οργανισμούς(π.χ. κτήνη, ανθρώπους).
Απλώς απόσταγμα φαντασίας είναι καταπληκτικών ατόμων που ζουν και δρουν για λογαριασμό σας και μοναδικό σκοπό τους έχουν την διασκέδασή σας και μόνο.
Και για να μην σας κουράζω μιλώντας περισσότερο κηρύσσω την έναρξη της έκθεσης…με συγχωρείτε…(βήχας…γελάκι)…του προγράμματος ήθελα να πω.
Ιολάνδα Αναγνωστοπούλου
Εν σωτηρίω έτη 1972
Εν ώρα Νέων Ελληνικών
Γιόλα Αναγνωστοπούλου


ποιηματα της γιολας και η ιδια

γιολα αναγνωστοπουλου






γιολα εγω ειμι
γιολα αναγνωστοπουλου
ποοιημα της γιολας
απο το λευκωμα της γιολας

Γιόλα Αναγνωστοπούλου-ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΕΡΑΣΤΕΣ

ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΕΡΑΣΤΕΣ 
Τα χρόνια κυλούν σαν σταγόνες νερού 
στ αφημένα σώματα των παιδικών μας φίλων.
Εσύ, φαφούτικα χαμογελάς, στριγκλίζεις υστερικά 
μέσα από κιτρινισμένες φωτογραφίες χαιρετάς και μου θυμίζεις
Καλοκαίρια παιδικά
κι αγχωμένες εφηβείες
Ξεσαλώματα φοιτητικά στην άκρη ενός joint
να τελειώνουν τραγικά στου κουταλιού μας την αγχόνη.
Γύρω από τη δεκαετία τη σκληρή
Το γκρίζο αμερικάνικο εγώ
Ντύθηκε τάφους κι απογοήτευση σκληρή για όνειρα κι ιδέες ξεφτισμένες
η απόφαση για ένα παιδί, παρηγοριά απατηλή και απέραντο τώρα πια χρέος.
Μα είναι αλήθεια τόσο αργά…
Τίποτα πια δεν απομένει
Ή μήπως...
Τώρα...
Την ύστατη στιγμή
που η τραβηγμένη απ τα μαλλιά μας εφηβεία
επιτέλους
μας αφήνει
μια άλλη σοφία ξεκινά;
Ίσως δεν ήταν μάταιο τελικά
ούτε των ιδεών η ορφάνια
ούτε οι θάνατοι στις φυλακές
και στα τρελοκομεία.
Είμαστε πιο ταπεινοί
ακόμα ματωμένοι
Και ίσως λίγοι από μας
αληθινά αποφασισμένοι
να φτιάξουμε κάτι πιο μεστό
με γλύκα ίσως ειπωμένο
Ν αφήσουμε έργο-σταθμό
στους νέους εραστές της οικουμένης.

Γιόλα Αναγνωστοπούλου. Αχρονολόγητο

η γιολα παρισι 
Κανείς μα κανείς δεν πιστεύει στα θαύματα
το πέτρινο λουλούδι παρακολουθεί 
τα βράδια οι σκιές που βαθαίνουν στο δρόμο
δανείζονται το σιγανό σου παράπονο 
το αίμα σου κατρακυλά στο λυγισμένο σου χέρι
το μαχαίρι στην κωλότσεπη
η βελόνα σε μι μινόρε
οι φωνές σου σε μπαμπάκι
μη μιλάς εσύ
από άχνας σκιά πιο σκιά
μπαμπακένιες φωνές οι φωνές σου
μνήμες
ξυραφένια μοναξιά/ άγαλμα/αντίσταση /
χωρίς αντίκρισμα επιταγή δική σου

το πέτρινο λουλούδι γεμίζει φως
το απομεσήμερο που ξυπνάς
ποτήρι βαθουλό μ ενοχές και τύψεις ραγισμένες
κορμί αδιάφορο
σκιρτά το χέρι σου πονάει βγάζει σπυριά
νύχτες γεμάτες άστρα ή και οχιές
αναρριχώμενοι στους τοίχους εφιάλτες
αλλάζουν οι πιο πιστοί
υστερία
υγρή
όλα ανατρέπονται

και το χρώμα σου λευκό
ότι πιο αγνό
θυμίζει

Γιόλα Αναγνωστοπούλου μοναξια

Το πιο τρομερό πράγμα είναι για μένα η μοναξιά. Όμως μπορεί νάναι γύρω μου χιλιάδες άνθρωποι και να μαι μόνη, ολομόναχη. Άλλες φορές πάλι, να μην έχω κανέναν δίπλα μου μπορεί και να νιώθω συντροφεμένη, μ' ένα δέντρο, μ' ένα χαμόγελο. 

Γιόλα Αναγνωστοπούλου βαρεθηκα

Ξαπλωμένη ώρες στο κρεβάτι με κλειστά παράθυρα και τραβηγμένες κουρτίνες χωρίς θόρυβο ούτε την ανάσα μου καν και βυθισμένη στη μπαμπακένια νάρκη μπλεγμένη με σωματικά down φοβερά –σαν θάνατος- χωρίς πόνο ή αγωνία σχεδόν χαρούμενη παρόλο νεκρή ήχος κανείς ομίχλη μόνο που κατεβαίνει το κουδούνι έπεσε σαν βόμβα μες στο μυαλό. Μπαμ! Τινάχτηκα στον αέρα η επισφαλής ισορροπία που ήταν τελικά περισσότερο φτιαγμένη απ έξω παρά από το είναι μου σαν αυτό. Ο άνθρωπος που μου αποκάλυψε η πόρτα, ήταν ο τελευταίος που θα μπορούσε να υπάρχει. Ήμουν εγώ, απέναντί μου, καταματωμένη, εύθραυστα ημίγυμνη με ξεσκισμένα ρούχα μαλλιά κομμένα άτακτα κοντά με ξεραμένα πάνω στα ρουφηγμένα μάγουλα κλάματα και τρέμοντας. Μπήκα μέσα παραπατώντας και σκοντάφτοντας σε μαξιλάρια και εταζέρες και μου είπα «είναι πολύ άγρια και αφιλόξενα εκεί έξω και οι άλλοι δεν με συμπαθούν μη με ξαναβγάλεις μοναχή μην με ξαναδιώξεις γιατί θα είναι η τελευταία θα χαθώ και τι θα κάνεις μοναχή στη ζωή χωρίς εμένα, χωρίς εμένα που είμαι εσύ κι εγώ κι αν χαθώ θα φύγεις κι εσύ για πάντα ή θα μείνεις κουλή και άλαλη». Είναι κάτι ατμόσφαιρες έτσι περίεργα κοφτερές έτσι επικίνδυνα τραχιές από γυαλόχαρτο φτιαγμένες. Είναι τότε που περιμένεις και δεν έρχεται και από τα νεύρα που τεντώνονται σαν χορδές τόξου μεταπηδάς σε μια κτηνώδη ηρεμία και μετά σκέφτεσαι σχέδια εκδίκησης και νιώθεις ότι αυτή η αναμονή σε καψουρεύει περισσότερο. Έτσι που λες, μια ζωή στο περίμενε. Περίμενε τον γκόμενο, περίμενε τα φράγκα, περίμενε την αναγνώριση, περίμενε το πράμα, περίμενε την έμπνευση, περίμενε τις συνθήκες, περίμενε τον θάνατο. Βαρέθηκα μ’ ακούς; ΒΑΡΕΘΗΚΑ. Βαρέθηκα την αναμονή που με σκοτώνει, βαρέθηκα τις συνθήκες που πάνε να γίνουνε και δεν γίνονται, βαρέθηκα τον κόσμο που μπαίνει ξαφνικά στο ταξίδι μου και το γαμάει, βαρέθηκα τις ανούσιες καταστάσεις με κοινό παρανομαστή τη μιζέρια, βαρέθηκα να παραμονεύω την ευχαρίστηση και το ατέλειωτο κυνηγητό για EXITANTS, βαρέθηκα να μην είμαι αλλά να προσαρμόζομαι στις ανάγκες για να μην χαθώ.

Γιόλα Αναγνωστοπούλου. ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Καμμιά φορά, στα ξαφνικά, χωρίς καμμιά αιτία, αναρωτιέμαι γιατί πρέπει να...
κοιμάσαι, τρως, σκέφτεσαι, δουλεύεις, κοπιάζεις, ανησυχείς, αγωνιάς, παλεύεις,
απελπίζεσαι, αγωνίζεσαι, ρωτάς, μαθαίνεις, θέλεις, ζητάς, καταλαβαίνεις, απορείς, χαίρεσαι, λυπάσαι, νιώθεις, θυμώνεις, ηρεμείς, πηγαίνεις, έρχεσαι, 
επαναστατείς, πολεμάς, σκοτώνεις, παίζεις, γελάς, κλαίς, πιστεύεις, φωνάζεις, τσιρίζεις, ουρλιάζεις, πεθαίνεις, ζεις...
Αν κι εσύ, καμμιά φορά, στα ξαφνικά, χωρίς καμμιά αιτία, έχεις την ίδια με μένα απορία...σε παρακαλώ μη με ρωτάς...



Γιόλα Αναγνωστοπούλου, ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1972

Προχωράμε χωρίς να ξέρουμε,πότε, πώς,γιατί, με ποιούς ξεκινήσαμε. Κανείς μας δεν ρώτησε για το ταξίδι. Το γραφείο πληροφοριών ήταν κλειστό. Πολλοί αναρωτήθηκαν αν ποτέ κανένας ταξιδιώτης το βρήκε ανοιχτό, για να ρωτήσει απλά, πότε, πώς, γιατί, με ποιούς ξεκινήσαμε. Προχωράμε χωρίς προέλευση...δίχως προορισμό ή...μάλλον όχι, αυτό...το τελευταίο το πρόβλεψε το γραφείο πληροφοριών. Κάπου σταματάμε, ξαποσταίνουμε, βρωμίζουμε. Αυτό άλλοι το λένε θάνατο, άλλοι ανάσταση ψυχής, κι άλλοι το λένε ανυπαρξία. Κι όμως προχωράμε συνέχεια, γελώντας, κλαίγοντας...όμως όταν κανείς αποπειραθεί να διακόψει το ταξίδι, ή έστω απλά να ρωτήσει πότε, πώς, γιατί, με ποιούς ξεκινήσαμε, για που οδεύουμε, τι σκοπό έχουμε, τον λέμε...τρελό!
Κι όμως προχωράμε συνέχεια, πάντα προχωράμε